- ταχύτεκνος
- τᾰχύ-τεκνος, ον,A quickly productive of children,
-όταται μίξεις Aët.16.26
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
-όταται μίξεις Aët.16.26
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ταχύτεκνος — ον, Α αυτός που επιφέρει ταχεία γέννηση τέκνων («ταχυτεχνόταται μείξεις», Αέτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + τεκνος (< τέκνον), πρβλ. πολύ τεκνος] … Dictionary of Greek
ταχυτεκνόταται — ταχύτεκνος quickly productive of children fem nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχύ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ταχύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού γρήγορου (πρβλ. ταχυ κίνητος, ταχύ πους), τού πρόωρου, τού εσπευσμένου (πρβλ. ταχύ γαμος, ταχύ γηρος), τού… … Dictionary of Greek